Μετάφραση – 4ο Κεφάλαιο: «Τα αληθινά αίτια της φυσικής αίσθησης» (σελ. 19-26) του William Battie. Από το βιβλίο «A Treatise on Madness», London: Whiston and White, 1758
Ο William Battie (1703-1776) ήταν άγγλος γιατρός, ο οποίος το 1758 έγραψε το πρώτο εκτενές βιβλίο, «A Treatise on Madness» («Μία Πραγματεία για την Τρέλα»), για την θεραπεία της ψυχικής διαταραχής. Το έργο αυτό άσκησε τεράστια επιρροή στην θεραπεία των ψυχικών διαταραχών. Θεωρείται ότι ο διαχωρισμός που έκανε μεταξύ «πρωτογενούς» και «επακόλουθης» τρέλας αντιστοιχεί στον σημερινό διαχωρισμό της «οργανικής» και «λειτουργικής» ψύχωσης. Επιπλέον, η προώθηση της θεραπείας μέσω σχέσης με τον ασθενή θεωρείται ότι άνοιξε τον δρόμο για την μετέπειτα «Ηθική Θεραπεία» των Tuke στο York Retreat.
Ας σημειωθεί ότι, τα κείμενα δεν συνιστούν ούτε ιατρικές οδηγίες ούτε βεβαίως ενδείκνυνται όσα περιγράφονται για εφαρμογή αλλά αφορούν οδηγίες και συνταγές των προηγούμενων αιώνων.
Λίγα σχόλια για το παρόν κείμενο: Εδώ, ο Battie αναλύει την σχέση αιτίου – αποτελέσματος στο υπό εξέταση ζήτημα της αίσθησης. Τονίζει επιπλέον την σημασία της παρατήρησης και προχωρεί με προσεχτικά βήματα στην διάκριση των αιτιών: «μακρινά, τυχαία αίτια σε αντιπαραβολή με το ένα κύριο αίτιο». Ποιο είναι το κύριο αίτιο της αίσθησης σύμφωνα με τον Battie; Είναι το εσωτερικό αίτιο…: «χωρίς αυτή την εσωτερική αιτία τίποτα απολύτως δεν θα γινόταν πράγματι αντικείμενο των αισθήσεών μας». Αξίζει τέλος, να αναφερθεί το πώς περιγράφει ο Battie την έννοια της ψευδαίσθησης: «Όμως, όσο ισχυρή και αν είναι η εφόρμηση των εξωτερικών αντικειμένων της αίσθησης, δεν δημιουργεί ωστόσο πάντα και σε όλα τα ζωικά σώματα την όραση κλπ. Και ακόμη περισσότερο, καθόσον οι ίδιες ακριβώς αντιλήψεις εγείρονται μερικές φορές, τουλάχιστον σε διαταραγμένα υποκείμενα, χωρίς κανένα εξωτερικό αντικείμενο που να τα επηρεάζει πραγματικά·».
Επιμέλεια – Σχολιασμός κειμένου: Ελένη Κουμίδη
Πηγή: https://books.google.com
Μετάφραση: Βασιλική Βιτσαρά
«Τα αληθινά αίτια της φυσικής αίσθησης»
Η αίσθηση, όσο πολύπλοκη και αν φαίνεται σε εκείνους που ερευνούν με μεγάλη περιέργεια την φύση της, είναι για τον κάθε σεμνό παρατηρητή τόσο ξεκάθαρη στην ιδέα και ως κάτι που πρέπει να συνυπολογίζεται πλήρως, τουλάχιστον με όλες τις χρήσιμες προθέσεις και σκοπούς, όπως οποιοδήποτε φαινόμενο.
Άραγε δεν είναι αυτό που νιώθουμε ένα απλό γεγονός, για το οποίο όχι μόνο είμαστε σίγουροι και συνειδητοποιημένοι, αλλά για το οποίο είμαστε εξίσου ικανοί να επικοινωνούμε με τους άλλους με λόγια ή σημεία; Και άραγε δεν γνωρίζουμε τέλεια πολλά πράγματα, τα οποία όταν ωθούνται από επαρκή δύναμη μας κάνουν να νιώθουμε· και τα οποία είναι συχνά στην δύναμη μας να τα εφαρμόζουμε, να τα μεταθέτουμε ή να τα αποφεύγουμε, όπως ταιριάζει καλύτερα στο συμφέρον μας;
Είναι η απροσεξία ή καλύτερα η εσκεμμένη παραμέληση του επακριβούς διαχωρισμού αυτών των πολλών προφανών και εξωτερικών αιτιών της αίσθησης καθώς και από τις άγνωστες και εσωτερικές τους λειτουργίες καθώς και από τις ενδιάμεσες και εξίσου άγνωστες επιδράσεις τους, που έχει δημιουργήσει τόσες δυσκολίες στην εξέταση αυτού του φαινομένου.
Διότι η αμοιβαία συνοχή των υλικών σωματιδίων, τόσο ουσιώδης σημασίας για την ιδέα μας για ένα ζωικό σώμα όσο και η ίδια η αίσθηση, αλλά όχι καλύτερα ερμηνευμένη, έχει ωστόσο ερευνηθεί ως ένα θέμα λιγότερο μυστηριώδες.
Η όποια φαινομενική διαφορετικότητα μπορεί να μην οφείλεται σε τίποτα άλλο παρά στο γεγονός ότι γενικά η ανθρωπότητα είναι ικανοποιημένη με την χρήσιμη και εφικτή γνώση τέτοιου είδους εξωτερικών αντικειμένων, που μπορεί να σκληρύνουν ή να μαλακώσουν τα σώματα στα οποία εφαρμόζονται, χωρίς να ερευνηθεί περισσότερο γιατί τα συστατικά σωματίδια αυτών των σωμάτων είναι περισσότερο ή λιγότερο ενωμένα σε μια τέτοια εφαρμογή ή για ποιο λόγο είναι όντως ούτως ή άλλως ενωμένα: ενώ ο φιλόσοφος στην ενατένισή της αισθητής ύλης δεν είναι ικανοποιημένος με το να γνωρίζει οπωσδήποτε, όπως και άλλοι άνθρωποι, ποια αντικείμενα που εφαρμόζονται εξωτερικώς σε κάποιο νεύρο θα δημιουργήσουν, θα αυξήσουν ή θα νεκρώσουν κάποια αίσθηση, αλλά επιπλέον εικάζει γιατί· και προσπαθεί με κάθε μέσο να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα εξωτερικά αντικείμενα λειτουργούν και τις αλλαγές που προκαλούν στη νευρική ουσία προγενέστερα του τελικού τους αποτελέσματός πάνω στην αίσθηση· το οποίο αποτέλεσμα, για λόγους που γνωρίζει καλύτερα ο ίδιος, φαίνεται να απαιτεί μια πιο σαφή λύση από τη συνοχή των υλικών σωματιδίων.
Προσπαθώντας λοιπόν να προσδιορίσουμε τα αίτια της αίσθησης, θα πρέπει να είναι μία απ’ τις πρωταρχικές μας έγνοιες το να τα ξεχωρίσουμε το ένα από το άλλο ουσιωδώς στο μυαλό μας, καθώς είναι πράγματι διαφορετικά στη φύση τους, και να τα διαχωρίσουμε από αυτό που πραγματικά γνωρίζουμε, απ’ το ότι είμαστε, και ίσως πάντα θα είμαστε χωρίς μεγάλη ζημιά, τελείως αμαθείς.
Για το σκοπό αυτό, ίσως δεν είναι λάθος να προβάλλουμε κάποιες εκτιμήσεις για τα αίτια γενικώς· οι οποίες θα διευκρινίσουν το θέμα της παρούσας έρευνας μας και ως εκ τούτου ταυτόχρονα θα την επιβεβαιώσουν.
Πρώτον λοιπόν, παρατηρώντας ότι οποιοδήποτε φαινόμενο ακολουθεί συχνά το άλλο, συμπεραίνουμε ότι το δεύτερο οφείλεται στο πρώτο· και ως εκ τούτου αποκτούμε μια ιδέα του αιτίου και του αποτελέσματος.
Δεύτερον, παρατηρώντας ότι οποιοδήποτε φαινόμενο δεν παύει ποτέ να ακολουθεί το άλλο, συμπεραίνουμε ότι το πρώτο όχι μόνο είναι η αιτία αλλά και η βασική αιτία για το δεύτερο.
Τρίτον, παρατηρώντας ότι το δεύτερο φαινόμενο δεν συμβαίνει ποτέ παρά μόνο ως επακόλουθο του πρώτου, συμπεραίνουμε περαιτέρω ότι το πρώτο όχι μόνο είναι η αιτία αλλά μια απαραίτητη αιτία για το δεύτερο, η οποία ως εκ τούτου ονομάζεται causa sine qua non[1].
Τέταρτον, παρατηρώντας ότι το δεύτερο φαινόμενο ακολουθεί το πρώτο χωρίς ούτε την εμφανή ούτε την αποδεδειγμένη παρέμβαση οποιουδήποτε άλλου φαινομένου ως απαραίτητου ή τουλάχιστον συμπληρωματικού της ύπαρξής του, συμπεραίνουμε ότι το πρώτο φαινόμενο είναι επιπλέον η άμεση αιτία του δεύτερου.
Πέμπτον, παρατηρώντας είτε ότι το πρώτο φαινόμενο δεν ακολουθείται πάντα από το δεύτερο ή ότι το δεύτερο δεν προηγείται πάντα από το πρώτο, συμπεραίνουμε ότι το πρώτο φαινόμενο είτε δεν είναι επαρκής είτε απαραίτητη αλλά απλώς μια τυχαία αιτία του δεύτερου.
Έκτον, παρατηρώντας ή αν δεχτούμε ως αδιάψευστο το ότι ένα ή περισσότερα φαινόμενα μεσολαβούν μεταξύ του πρώτου και του υπό εξέταση τελευταίου, ανακαλύπτουμε ξεκάθαρα ότι το πρώτο είναι μακρινό και ότι τα διάφορα άλλα παρεμβατικά φαινόμενα με τη σειρά που έχουν πλησιάζουν όλο και περισσότερο στην άμεση αιτία.
Έβδομον, μια πολύ μικρή σκέψη πάνω στις αιτίες και τα αποτελέσματα έτσι όπως καθορίζεται με αυτό τον τρόπο, θα μας κάνει να συμπεράνουμε ότι η μακρινή αιτία και οι τυχαίες αιτίες κάθε αποτελέσματος μπορεί να είναι πολλές, όμως η επαρκής και απαραίτητη αιτία καθώς και η άμεση αιτία δεν μπορεί παρά να είναι μία. Καθώς, αν θεωρηθούν και οι δύο αιτίες επαρκείς, τότε η μία θα καθιστούσε την άλλη περιττή· αν θεωρηθεί η μία αιτία απαραίτητη, τότε θα καταστήσει την άλλη ανεπαρκή. Αναπόφευκτο συμπέρασμα παρεμπιπτόντως, το οποίο μπορεί να επεκταθεί και πέρα από τους δευτερογενείς παράγοντες ή μηχανισμούς, που λανθασμένα αποκαλούνται αίτια και θα έδινε και μια πρόσθετη απόδειξη, αν κάποιος ήθελε, για την ενότητα της πρώτης, της απαραίτητης, της επαρκούς και πράγματι, αυστηρά μιλώντας, της μοναδικής αιτίας όλων των πραγμάτων.
Έτσι, για παράδειγμα, στο παρόν θέμα· η όραση, η ακοή, η γεύση, η όσφρηση κλπ., που συχνά πετυχαίνονται από την εφόρμηση των εξωτερικών αντικειμένων, θεωρούνται από εμάς ως τα αποτελέσματα αυτών των εξωτερικών αντικειμένων· και εμείς στον κοινό λόγο σχετίζουμε τις ιδέες μας με αυτά τα αντικείμενα ως τα αίτια τους, όπως όταν λέμε βλέπουμε τον ήλιο, ακούμε τα τύμπανα κτλ.
Όμως, όσο ισχυρή και αν είναι η εφόρμηση των εξωτερικών αντικειμένων της αίσθησης, δεν δημιουργεί ωστόσο πάντα και σε όλα τα ζωικά σώματα την όραση κλπ. Και ακόμη περισσότερο, καθόσον οι ίδιες ακριβώς αντιλήψεις εγείρονται μερικές φορές, τουλάχιστον σε διαταραγμένα υποκείμενα, χωρίς κανένα εξωτερικό αντικείμενο που να τα επηρεάζει πραγματικά· είναι αδύνατο, όμως κάθε τέτοιο εξωτερικό αντικείμενο θα πρέπει να είναι απλώς τυχαίο και με κανένα τρόπο η επαρκής ή η απαραίτητη αιτία για τη νευρική του επίδραση: επαρκής και απαραίτητη αιτία που είναι επομένως εσωτερική, δηλαδή ενυπάρχει στο πλαίσιο και την σύσταση της ίδιας της νευρικής ουσίας· όπου από μόνη της μια τέτοια ουσία καθίσταται ικανή να επηρεάζεται από κάθε εξωτερικό αντικείμενο ώστε να δημιουργήσει αίσθηση· και που χωρίς αυτή την εσωτερική αιτία τίποτα απολύτως δεν θα γινόταν πράγματι αντικείμενο των αισθήσεών μας.
Για τον ίδιο λόγο, όλα τα εξωτερικά αίτια αυτού του είδους δεν είναι μόνο τυχαία αλλά επίσης και μακρινά. Καθώς η απαραίτητη και επαρκής αιτία θα πρέπει τουλάχιστον να παρεμβαίνει· και εκτός αυτού, προτού κάποιο εξωτερικό αντικείμενο να μπορέσει να δημιουργήσει μια οποιαδήποτε αίσθηση, θα πρέπει να παράγει διάφορες ενδιάμεσες επιδράσεις, δηλ., κίνηση, παρόρμηση και πίεση: όπου όλες αυτές προηγούνται όχι μόνο της όρασης κλπ., μέσω αυτών διεγερμένης, αλλά επίσης προηγούνται και της συγκεκριμένης εσωτερικής επίδρασης του ίδιου του νεύρου, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή, η οποία είναι η άμεση, η απαραίτητη και η επαρκής αιτία μιας τέτοιας αντίληψης.
Οι τυχαίες και μακρινές αιτίες της αίσθησης, όπως επίσης και οι ενδιάμεσες επιδράσεις τους, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι επιδράσεις είναι εξωτερικές της νευρικής ουσίας, ανακαλύπτονται πολύ εύκολα και είναι ξεκάθαρα κατανοητές. Καθώς είναι πράγματι όλες σώματα που βρίσκονται στην παρατήρησή μας (πολλές εκ των οποίων βρίσκονται στη διάθεσή μας) και η κίνηση και η ώθηση αυτών των σωμάτων ή των σωματιδίων που εκπέμπονται από αυτά στα όργανα της αίσθησης: για τις οποίες ο καθένας όχι μόνο έχει ξεκάθαρη ιδέα, αλλά επιπλέον είναι βέβαιος για την ύπαρξή, την κίνησή και την ορμή τους.
Τώρα, όπως κανένα σώμα δεν μπορεί να είναι ικανό να δημιουργήσει αίσθηση ως συνέπεια της κίνησης και της παρόρμησής του χωρίς να πιέζει πάνω στο νεύρο που επηρεάζεται από μια τέτοια ώθηση· άρα έτσι και η πίεση της μυελώδους ουσίας που περιέχεται στα νευρικά νημάτια πλησιάζει πιο κοντά στην άμεση αιτία της αίσθησης απ’ ότι η κίνηση και η ώθηση οποιουδήποτε εξωτερικού αντικειμένου.
Την πίεση της μυελώδους ουσίας που περιέχεται στα νευρικά νημάτια δεν μπορεί πράγματι να την φανταστεί κανείς χωρίς κάποιου είδους μεταβολή στην προηγούμενη διάταξη των υλικών εκείνων σωματιδίων που συνιστούν αυτή την ουσία. Αλλά δεν έχουμε ιδέα για το οτιδήποτε, είτε ορατό είτε νοερό, για το πώς και με ποιο τρόπο αυτά τα σωματίδια αντιπαρατίθενται με διαφορετικό τρόπο από τέτοια πίεση, προγενέστερα της αίσθησης εκ της οποίας ερεθίζονται.
Απ’ το οποίο αναμφίβολα προκύπτει ότι η πίεση στην μυελώδη ουσία που περιέχεται στα νευρικά σωματίδια είναι η τελευταία κατά σειρά από όλες αυτές τις αιτίες της αίσθησης, για τις οποίες γνωρίζουμε. Έτσι μέχρι εδώ και όχι πιο πέρα φτάνει η γνώση μας σε αυτά τα θέματα, περιορισμένη από τους εξωτερικούς παράγοντες της έδρας της αίσθησης· αυτό που περνάει μέσα είναι μια απλή εικασία. Γιατί, αν μια νέα θέση των μυελικών σωματιδίων, κάτι το οποίο είναι μια άμεση και αναπόφευκτη επίδραση της εξωτερικής πίεσης, δεν αποκαλύπτεται περισσότερο παρά από την συστατική της διάταξη· τι απολογισμό, με τον ελάχιστο βαθμό μετριοφροσύνης, προσποιούμαστε ότι δίνουμε για όλες τις μεταβολές στη νευρική ουσία που είναι ακόμη ακόλουθες μιας τέτοιας πίεσης και μιας αλλαγής θέσης, που ως εκ τούτου προκλήθηκε· μια κανονική σειρά που μπορεί, αντιθέτως με ό,τι γνωρίζουμε, να προηγείται της άμεσης αιτίας της αίσθησης.
[1] causa sine qua non : Λατινικά στο κείμενο. Φράση που σημαίνει «αίτιο – προϋπόθεση», «εκ των ων ουκ άνευ» (Σημείωμα του Επιμελητή).