Το σενάριο της φαντασίωσης στην σκηνή της αναλυτικής συνεδρίας
«Το ‘σενάριο’ της φαντασίωσης στην ‘σκηνή’ της αναλυτικής συνεδρίας»
«Το καθαυτό ψυχαναλυτικό ερώτημα… αφορά την φαντασίωση. Εκεί… το υποκείμενο βρίσκει στ’ αλήθεια… το ίδιο το είναι του»[1].
Το ‘πεπρωμένο’ κάθε φαντασίωσης στην ανάλυση έχει διαφορετικό καθεστώς και πορεία σε κάθε κλινική δομή. Διαφέρει δηλαδή ανάλογα με την δομή στην οποία αναφερόμαστε, νεύρωση, ψύχωση ή διαστροφή. Το παρόν κείμενο αναφέρεται στην πορεία της θεμελιώδους φαντασίωσης στο νευρωτικό υποκείμενο κατά την διάρκεια της ανάλυσης. Είναι σημαντικό να δούμε πως η ανάλυση προχωρά παράλληλα με την διάνυση της φαντασίωσης.
- $ ◊ α
Ο τύπος της φαντασίωσης διαβάζεται ως εξής: Το διαγραμμένο υποκείμενο σε σχέση με το μικρό αντικείμενο α. Στον τύπο αυτό συναντώνται το Συμβολικό, το Φαντασιακό και το Πραγματικό. Απ’ την μια μεριά, η επιθυμία (στηρίζει την επιθυμία), απ’ την άλλη, η απόλαυση (σχέση με το ενορμητικό αντικείμενο). Το ‘σενάριο’ ή ‘σκηνή’ της φαντασίωσης (φαντασιακής τάξης) είναι το πεδίο όπου το υποκείμενο του σημαίνοντος (συμβολικής τάξης) συμπληρώνεται από το αντικείμενο της απόλαυσης (πραγματικής τάξης). Η φύση όμως του κάθε όρου είναι διττή όπως θα δούμε. Το ‘σενάριο’ αυτό είναι όχι μόνο ένα για κάθε κλινική δομή αλλά επίσης ένα για κάθε υποκείμενο. Κάθε υποκείμενο δηλαδή έχει ειδική, μοναδική σχέση με την απόλαυση του. Για το νευρωτικό υποκείμενο, η φαντασίωση είναι μια απάντηση, μια λύση στο ερώτημα της επιθυμίας του Άλλου αλλά και μια άμυνα, όπου το πέπλο της καλύπτει την έλλειψη του Άλλου, τον ευνουχισμό. Μπορεί λοιπόν ο τύπος αυτός να συμπληρωθεί από το –φ. Το γεγονός όμως ότι το αντικείμενο α αφορά το χαμένο αντικείμενο, το πρώτο αντικείμενο ικανοποίησης, το καθιστά ‘αντικείμενο αίτιο’ της επιθυμίας, ένα πολύτιμο αντικείμενο που το υποκείμενο νοσταλγεί. Το α γίνεται έτσι το επίκεντρο γύρω απ’ το οποίο η ανάλυση περιστρέφεται.
- Αναλυόμενος και Αναλυτής
Ερχόμαστε έτσι στην πρώτη εργασία του αναλυτή, ο οποίος παίρνει την θέση του α, δηλαδή γίνεται το αίτιο της επιθυμίας του αναλυόμενου. Με τον τρόπο αυτό, το ‘σενάριο’ της φαντασίωσης θα αρχίσει να ξεδιπλώνεται στη ‘σκηνή’ της αναλυτικής συνεδρίας. Ακόμα και η επιλογή του αναλυόμενου για το πρόσωπο του αναλυτή ενέχει κάτι απ’ την θεμελιώδη φαντασίωση, κάτι απ’ τον αναλυτή κίνησε το ενδιαφέρον του. Αρχικά όμως για τον αναλυόμενο, τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα στο επίπεδο της επιθυμίας του. Υπάρχει σύγχυση σε επίπεδο επιθυμίας και αιτήματος. Αυτό που διαφεύγει απ’ τον αναλυόμενο είναι αυτό το στοιχείο που επανέρχεται, το α. Ο Lacan εκεί εστίασε την κλινική της νεύρωσης. Η αλλαγή θέσης του υποκειμένου ως προς αυτό είναι το ουσιαστικό στην ανάλυση, αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη του υποκειμένου, βρίσκει δηλαδή θέση η επιθυμία του. Για να υπάρξει μια τέτοια μετατόπιση, υπάρχει μια πορεία μέσα στη μεταβίβαση που βοηθά στην διάνυση της φαντασίωσης. Συγκεκριμένα:
3. Ο αναλυόμενος από το $ ◊ D περνά στο $ ◊ α : Στην αρχή της ανάλυσης είμαστε στο επίπεδο του αιτήματος. Ο αναλυτής είναι στη θέση του υποκειμένου που υποτίθεται ότι γνωρίζει και μη απαντώντας στα αιτήματα του αναλυόμενου ανοίγει τον χώρο της επιθυμίας. Το αίνιγμα «τι θέλει ο Άλλος από μένα» παίζεται στη σχέση της μεταβίβασης. Είναι το σημείο της «διαλεκτικοποίησης» της επιθυμίας, όπου από υποκείμενο που αιτείται μετατοπίζεται σε υποκείμενο που επιθυμεί.
- Τι όμως επιθυμεί; Η επιθυμία του αναλυτή ως αίνιγμα παίζει ουσιαστικό ρόλο. Δεν είναι γνωστή η επιθυμία του αναλυτή. Ο αναλυόμενος ερμηνεύοντας την επιθυμία του Άλλου διανύει την φαντασίωση του, την αναδιαμορφώνει. Η αλλαγή θέσης του εδώ έγκειται στην αλλαγή του τρόπου ερμηνείας του για την επιθυμία του Άλλου. «Η συνάντηση με το πραγματικό σκίζει το πέπλο της φαντασίωσης και βλέπει το υποκείμενο τι αντικείμενο είναι για τον Άλλο»[2].
- Υπέρβαση της φαντασίωσης, πέραν του ευνουχισμού. Άλλη μια μετατόπιση του υποκειμένου σε υποκείμενο που απολαμβάνει.
- Διάνυση φαντασίωσης και Πορεία ανάλυσης
Με βάση τα προηγούμενα, ας σταθούμε στο τρίτο σημείο καθώς η υπέρβαση της φαντασίωσης προδιαγράφει το τέλος της ανάλυσης. Για να φτάσουμε σ’ αυτή την υπέρβαση χρειάζεται η κατασκευή της θεμελιώδους φαντασίωσης. Αυτό γίνεται στην πορεία της ανάλυσης. Η ανάλυση είναι μια διαδικασία υποκειμενικοποίησης. Αφού ο αναλυόμενος έχει διανύσει την φαντασίωσή του, υπάρχει μια ριζική μεταβολή στη σχέση του με την απόλαυση, πράγμα που το βλέπουμε στο σύνθωμα. Η συγκρότηση του συνθώματος είναι έτσι εφικτή. Όπως η φαντασίωση στήριζε το υποκείμενο καλύπτοντας όμως τον ευνουχισμό, το σύνθωμα ως «κράμμα συμπτώματος και φαντασίωσης»[3] το ‘ονοματίζει’.
Εδώ είναι το σημείο καμπής της διδασκαλίας του Λακάν, το οποίο τονίζει ο Miller: η «τριαδικότητα» του Λακάν που μονίμως την βρίσκουμε μπροστά μας, όπου οι όροι $, α, S1 ή Ι συναντώνται. Το $ έχει δύο πλευρές, ως υποκείμενο του σημαίνοντος και ως υποκείμενο της απόλαυσης. Απ’ τις δύο αυτές πλευρές κάτι λείπει, δηλαδή και απ’ τις δύο πλευρές υπάρχει απαίτηση να καλυφθεί η έλλειψη. Η μπάρα έτσι αφορά τόσο την έλλειψη στο επίπεδο του σημαίνοντος (αντικείμενο μιας αφάνισης) όσο και την πλευρά της απόλαυσης (εκκένωση απόλαυσης). Η φαντασίωση είναι ένα από τα συμπληρώματα. Είναι ένα σημείο εκκίνησης για κάτι παραπέρα, ξεκινώντας απ’ την φαντασιακή διάσταση ως την πραγματική. Η υπέρβαση της φαντασίωσης αφορά την υπέρβαση από το Συμβολικό στο Πραγματικό.
- Θεμελιώδης φαντασίωση και Όνομα Υ
Αρχικά, χρειάζεται να συγκροτηθεί το σύμπτωμα. Το σύμπτωμα αποτελείται από την σημασία (ως επιτέλεσμα του σημαίνοντος) και από την φαντασίωση. Η ερμηνεία έρχεται να ξεκαθαρίσει το σύμπτωμα. Όπως αναφέρει ο Miller «η κατασκευή της θεμελιώδους φαντασίωσης ακολουθεί τον ρυθμό της ερμηνείας του συμπτώματος, τα επιτελέσματα της αλήθειας του σημαίνοντος συνδέονται προοδευτικά πίσω στο S1 που τα επιφέρει»[4]. Το α έτσι απομονώνεται και η φαντασίωση «από-εικονοποιείται». Το σύνθωμα έρχεται να πλαισιώσει το σύμπτωμα και την φαντασίωση.
Όταν ο Freud αναφέρεται στο τέλος της ανάλυσης μιλά για το σημείο όπου «βρήκαμε βράχο»[5]. Ο Λακάν το παρομοιάζει με μια πολύτιμη πέτρα, το ‘άγαλμα’ ή αλλιώς «ο σκληρός πυρήνας, το κόκαλο μιας θεραπείας»[6] σύμφωνα με τον Miller. Ο λόγος λοιπόν του αναλυόμενου «θα περιστραφεί γύρω από αυτό το κόκαλο, ελικοειδώς, οριοθετώντας το προοδευτικά καθώς το προσεγγίζει μέχρι να το σμιλέψει»[7].
Αυτό το «ελικοειδώς» το περιγράφει ο Miller όταν αναφέρεται στην διαδικασία της ανάλυσης μιλώντας για «αναγωγή στην ανάλυση». Η αναγωγή αυτή επιδρά στο $ και γι’ αυτό την ονομάζει «υποκειμενική αναγωγή»:
- Επανάληψη: Ο αναλυόμενος ακολουθώντας τον κανόνα του ελεύθερου συνειρμού πολλές φορές καταλήγει να επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα. Μιλώντας για διαφορετικά πρόσωπα γίνεται σταδιακά φανερό ότι τα τοποθετεί στην ίδια θέση. Εδώ ο αναλυτής κατασκευάζει μια σταθερά.
- Σύγκλιση: Τα λεγόμενα του αναλυόμενου συγκλίνουν σε μία διατύπωση. Στο σημείο αυτό είναι που παράγεται το κύριο σημαίνον του υποκειμένου.
- Αποφυγή: Τα στοιχεία που δεν εμφανίζονται στο λόγο του υποκειμένου, αποφεύγονται να ειπωθούν. Είναι η ‘ενσάρκωση’ της απουσίας, το εμπόδιο του υποκειμένου. Η αναγωγή στο αδύνατο, «αυτό που δεν παύει να γράφεται» και εδώ τοποθετείται η εμπειρία της απόλαυσης καθώς ενώ τα δύο πρώτα σημεία αφορούν το συμβολικό επίπεδο, το τρίτο σημείο ανάγεται στο πραγματικό. Το τέλος της ανάλυσης λοιπόν αφορά αυτή την υπέρβαση που οδηγεί στο νέο όνομα του υποκειμένου. Όπως το ‘σενάριο’ της φαντασίωσης είναι ένα για κάθε υποκείμενο, έτσι και το όνομα είναι το ένα, το μοναδικό του υποκειμένου που προέκυψε απ’ αυτό.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να περιγραφεί η πορεία μιας ανάλυσης ανάλογα με το σημείο αφετηρίας. Στο παρόν κείμενο η αφετηρία ήταν η φαντασίωση. Όλοι όμως καταλήγουν στο ίδιο σημείο: η συγκρότηση νέου ονόματος του υποκειμένου, δηλαδή το υποκείμενο δεν είναι πια στην ίδια θέση, η σχέση με την απόλαυσή του είναι διαφορετική. Όλα αυτά επειδή το καθεστώς της φαντασίωσης έχει αλλάξει. «Το υποκείμενο να βρει την σωστή απόσταση με την φαντασίωση ώστε να μην εξαφανίζεται κάθε φορά που το συναντά»[8]. Σίγουρα, το πέπλο της φαντασίωσης στη νεύρωση δεν πέφτει ολοκληρωτικά όντας η άμυνα απέναντι στο πραγματικό αλλά γίνεται πιο ‘διάφανο’, ούτε αλλάζει ποτέ η δομή του υποκειμένου αλλά το υποκείμενο γίνεται ένας πιο ‘υγιής νευρωτικός’. «Το υποκείμενο αντιμετωπίζει μια έκπτωση του είναι… το είναι ως παρουσία δεν παρέχεται στο υποκείμενο παρά μέσα από την φαντασίωσή του»[9].
Βιβλιογραφία:
[1] Miller, J-A: «Να μην υποχωρούμε από την επιθυμία» εισαγωγή στο «Ο θρίαμβος της θρησκείας και λόγος προς τους καθολικούς» του J. Lacan.
[2] Σεμινάριο Νασίας Λινάρδου-Μπλανσέ (15/07/2008)
[3] Miller J-A, άρθρο «Το σύνθωμα, ένα κράμμα συμπτώματος και φαντασίωσης»
[4] Miller, J-A: ό.π.
[5] Freud, S: «Η ολοκληρωμένη και η μη ολοκληρωμένη ψυχανάλυση» στο «Η τεχνική της ψυχανάλυσης»
[6] Miller, J-A: «Ο σκληρός πυρήνας μιας ανάλυσης» στο «Θεωρία της ψυχαναλυτικής θεραπείας»
[7] Miller, J-A: ό.π.
[8]Σεμινάριο Νασίας Λινάρδου-Μπλανσέ (13/11/2007)
[9] Miller, J-A, βλ. υποσημείωση 1.
Για να κατεβάσετε το κείμενο σε μορφή pdf πατήστε ΕΔΩ