Close

6 Ιουλίου, 2019

Margaret Mahler: η ψυχολογική γέννηση του ανθρώπινου βρέφους

Ελένη Κουμίδη

«Margaret Mahler: η ψυχολογική γέννηση του ανθρώπινου βρέφους»

        Μία αξιοσημείωτη θεωρία είναι αυτή του αποχωρισμού – ατομίκευσης (separation – individuation) της Margaret Mahler. Η  Mahler  αναλύει  τη  διαδικασία  της  ανάπτυξης  της  προσωπικότητάς  απ’ τη  βρεφική  ηλικία  έως  και  τριών  χρόνων, περιγράφοντας  τα  στάδια  που  διανύει  ένα  παιδί  μέχρι  να  ‘αποχωριστεί’  τη  μητέρα  του  και  να  αποκτήσει  τη  δική  του  ατομικότητα.

           Σύμφωνα  λοιπόν  με  τη  θεωρία  της  Mahler, η  πρώτη  φάση  για  το  νεογέννητο  χαρακτηρίζεται  ως  ‘φυσιολογικός (κανονικός)  αυτισμός’ (normal autistic phase). Στη  φάση  αυτή, τις  πρώτες  εβδομάδες  της  ζωής  του, το  μωρό  δεν  μπορεί  να  επενδύσει  στα  εξωτερικά  ερεθίσματα  και  οι  φυσιολογικές  διαδικασίες  κυριαρχούν  σε  σχέση  με  τις  ψυχολογικές. Επιπλέον, κυριαρχεί  ο  πρωταρχικός  ναρκισσισμός  του  βρέφους, με  την  έννοια  της  ‘υπό  όρους’ ψευδαίσθησης  της  παντοδυναμίας. Οι  φροντίδες  της  μητέρας  και  η  ικανοποίηση  των  αναγκών  απ’ αυτήν, βοηθούν  το  μωρό  να  αρχίζει  να  διαφοροποιεί  μεταξύ  της  ‘ευχάριστης’/ ‘καλής’ ποιότητας  και  της  ‘επώδυνης’/ ‘κακής’ ποιότητας  της  εμπειρίας.

          Απ’ τον  δεύτερο  μήνα  ζωής, ξεκινά  η  φάση  της  συμβίωσης, όπου  το  μωρό  αρχίζει  να  αντιλαμβάνεται  το  αντικείμενο. Στη  φάση  αυτή, το  μωρό  συμπεριφέρεται «σαν  αυτό  και  η  μητέρα  του  να  ήταν  ένα  παντοδύναμο  σύστημα – μια  δυαδική  ενότητα  με  ένα  κοινό  σύνορο» (Mahler,1975). Η  έννοια  συμβίωση  για  την  Mahler  περιγράφει «την  κατάσταση  του  αδιαφοροποίητου, της  συγχώνευσης  με  τη  μητέρα, στην  οποία  το  ‘Εγώ’  δεν  έχει  ακόμη  διαφοροποιηθεί  απ’ το  ‘μη – Εγώ’» (Mahler,1975). Το  Εγώ  λοιπόν  του  μωρού  είναι  ακόμη  ‘στοιχειώδες’. Ο  ναρκισσισμός  ενώ  υπάρχει  ακόμη, δεν  είναι  τόσο  απόλυτος  όσο  ήταν  στην  αυτιστική  φάση. Αρχίζουν  να  οριοθετούνται  οι  αναπαραστάσεις  του  σωματικού  Εγώ  και  η  ‘εικόνα  του  σώματος’, δηλαδή «οι  αναπαραστάσεις  του  σώματος  που  περιέχονται  στο  στοιχειώδες  Εγώ  παρεμβάλλονται  μεταξύ  εσωτερικών  και  εξωτερικών  αντιλήψεων» (Mahler,1975) και  οδηγείται  στον  δευτερογενή  ναρκισσισμό.

          Οι  φάσεις  του  φυσιολογικού  αυτισμού  και  της  φυσιολογικής  συμβίωσης  χαρακτηρίζονται  κυρίως  απ’ την  έλλειψη  του  αντικειμένου  και  της  μη – διαφοροποίησης  και  είναι, για  την  Mahler, προϋποθέσεις  για  την  φυσιολογική  διαδικασία  του  αποχωρισμού. Στη  φάση  αυτή, αυτό  που  πετυχαίνεται  κυρίως  είναι  η  επένδυση  της  μητέρας, η  οποία  ακόμη  βιώνεται  ως  ‘μερικό – αντικείμενο’.

          Γενικά, η  διαδικασία  του  αποχωρισμού – ατομίκευσης  έχει  δύο  αναπτυξιακούς  τομείς: ο  πρώτος  είναι  της  ατομίκευσης, δηλαδή  ανάπτυξη  της  εσωτερικής  αυτονομίας, αντίληψης, μνήμης, γνώσεων. Ο  δεύτερος  είναι  του  αποχωρισμού  μέσω  της  διαφοροποίησης, αποστασιοποίησης, σχηματισμού  ορίων (συνόρων)  και  της  αποδέσμευσης  απ’ την  μητέρα. Το  σημαντικό  είναι  ότι «όλες  αυτές  οι  δομικές  διαδικασίες  θα  φτάσουν  στο  αποκορύφωμα  με  την  εσωτερίκευση  αναπαραστάσεων  του  εαυτού, διαφοροποιούμενων  απ’ τις  εσωτερικές  αναπαραστάσεις  του  αντικειμένου» (Mahler,1975).

          Γύρω  στον  τέταρτο  με  πέμπτο  μήνα  ζωής  του  μωρού (ακόμη  στη  φάση  της  συμβίωσης), ξεκινά  η  πρώτη  φάση  της  διαδικασίας  του  αποχωρισμού, η  οποία  ονομάζεται  διαφοροποίηση (differentiation). Μια  σημαντική  αλλαγή  αυτής  της  φάσης  είναι  η  ανάπτυξη  της  αισθητικής  αντίληψης  του  μωρού, η  οποία  αρχίζει  να  κατευθύνεται  και  προς  το  εξωτερικό  περιβάλλον. Κατά  τον  έκτο  μήνα  ζωής  το  μωρό  αρχίζει  να  διαφοροποιεί  το  σώμα  του, απ’ το  σώμα  της  μητέρας. Έπειτα, στον  έβδομο  με  όγδοο  μήνα  το  μωρό  παρατηρεί  περισσότερο  τη  μητέρα  του, τη  συγκρίνει  με  άλλους, τη  διαφοροποιεί. Γύρω  στον  όγδοο  μήνα, μπορεί  να  υπάρχει  άγχος  στο  μωρό  για  τους  ξένους, για  το  ‘άλλο  απ’ τη  μητέρα’, σύμφωνα  με  την  Mahler.

          Η  δεύτερη  φάση  της  διαδικασίας  του  αποχωρισμού  είναι  η  εξάσκηση – πρακτική (practicing), η  οποία  περιλαμβάνει  δύο  φάσεις: 1. Η  αρχική  πρακτική  φάση (early practicing phase), κατά  την  οποία  το  μωρό  αποκτά  την  ικανότητα  να  απομακρύνεται  κάπως  απ’ την  μητέρα  με  το  να  σέρνεται, να  πηδά κ.α., αλλά  ακόμη  να  στηρίζεται. 2. Η  κύρια  πρακτική  φάση (practicing period proper), η  οποία  χαρακτηρίζεται  απ’ την  φαινομενολογικά  ελεύθερη  και  όρθια  μετακίνηση  του  μωρού.

           Στη  φάση  αυτή, το  μωρό  εξερευνά  περισσότερο  το  περιβάλλον  του  και  παρατηρεί, ενώ  ταυτόχρονα  η  μητέρα  ακόμη  αποτελεί  το  κέντρο  του  κόσμου  του. Η  μητέρα  έτσι  γίνεται  η  ‘ασφαλής  βάση’ για  το  μωρό  που  εξερευνά  και  θέλει  να  επιστρέψει  σ’ αυτήν. Η  οπτική  επαφή  του  μωρού  με  τη  μητέρα  του  είναι  σημαντική  στη  φάση  αυτή. Με  τα  πρώτα  του  βήματα  το  μωρό  ξεκινά  μια  νέα  επαφή  με  το  περιβάλλον. «Τώρα  αρχίζει  μια  σταθερά  αναπτυσσόμενη  λιμπιντική  επένδυση  σε  κινητικές  δεξιότητες  και  σε  εξερευνήσεις  του  περιβάλλοντος, έμψυχου  και  άψυχου» (Mahler,1975) και  γίνεται  ένα  μεγάλο  βήμα  στη  διαδικασία  του  σχηματισμού  της  ταυτότητας.

          Στα  μισά  του  δεύτερου  χρόνου  ζωής, το  ενδιαφέρον  του  μωρού (που  έχει  αρχίσει  να  περπατά) προς  την  μητέρα  αυξάνεται  και  επιθυμεί  να  μοιράζεται  μαζί  της  τις  νέες  του  δεξιότητες. Στη  χρονική  αυτή  στιγμή, συμβαίνει η τρίτη  φάση, της  προσέγγισης (rapprochement). Η  αλληλεπίδραση  του  μωρού  με  τη  μητέρα  αυξάνεται  με  διάφορους  τύπους  επικοινωνίας, όπως  η  γλώσσα  και  το  παιχνίδι. Επιπλέον, στη  φάση  αυτή, υπάρχει  πιο  ξεκάθαρη  διαφοροποίηση  μεταξύ  της  εσωτερικής  αναπαράστασης  του  αντικειμένου  και  της  αναπαράστασης  του  εαυτού. Γίνεται  επίσης  πιο  φανερός  ο  φόβος  της  απώλειας  της  αγάπης  του  αντικειμένου (πέραν  του  φόβου  της  απώλειας  του  αντικειμένου). Ο  αποχωρισμός  απ’ τη  μητέρα  συμβαίνει  πιο  γρήγορα  στη  φάση  αυτή, και  το  μωρό  καθώς  το  αντιλαμβάνεται, προσπαθεί  να  βρει  τρόπους  να  τον  αναχαιτίσει  και  να  του  αντισταθεί.

          Η  φάση  της  προσέγγισης  χαρακτηρίζεται  από  τρεις  περιόδους: 1. Η  έναρξη  της  προσέγγισης (beginning rapprochement). 2. Η  κρίση  της  φάσης  της  προσέγγισης (the rapprochement crisis). 3. Ατομικές  λύσεις  για  την  κρίση (individual solutions of this crisis).

          Κατά  την  έναρξη  της  προσέγγισης, γύρω  στους  7  με  18  μήνες  ζωής, το  μωρό  ενδιαφέρεται  και  για  άλλους  ανθρώπους  και  την  κοινωνική  αλληλεπίδραση. Το  σημαντικό  στοιχείο  στη  περίοδο  αυτή  είναι  η  ανάπτυξη  του  ενδιαφέροντος  για  τον  πατέρα.

          Κατά την δεύτερη περίοδο της φάσης της προσέγγισης, γύρω  στους  18 – 20  μέχρι  24  μηνών, χαρακτηρίζεται  από  έντονη  αμφιταλάντευση  απ’ τη  μεριά  του  μωρού. Δηλαδή, απ’ τη  μια  μεριά  υπάρχει  η  επιθυμία  του  μωρού  να  είναι  αποχωρισμένο, μεγάλο  και  παντοδύναμο  και  απ’ την  άλλη  μεριά, να  έχει  την  μητέρα  του  να  εκπληρώνει  τις  ευχές  του  χωρίς  να  αναγνωρίζεται  ότι  η  βοήθεια  έρχεται  ‘απ’ έξω’. «Ήταν  χαρακτηριστικό  των  παιδιών  αυτής  της  ηλικίας  να  χρησιμοποιούν  τη  μητέρα  σαν  προέκταση  του  εαυτού – μια  διαδικασία  στην  οποία  αρνιόνταν  κατά  κάποιο  τρόπο  την  οδυνηρή  γνώση  του  αποχωρισμού» (Mahler,1975). Παρατηρείται  επίσης  ένας  δυνατός  φόβος  απέναντι  σε  ξένους  ανθρώπους. Επιπλέον, διευρύνονται  τα  συναισθήματα, η  εμπάθεια  και  οι  ταυτίσεις  του  μωρού. Διάφοροι  τύποι  συμπεριφοράς  και  αντίδρασης  αναπτύσσονται  ως  απάντηση  στον  αποχωρισμό. Γενικά, η  Mahler  τονίζει  πως «δυσκολίες  με  τη  διαδικασία  του  αφήνω – παίρνω [το  μωρό] άρχισαν  να  αναπτύσσονται, εκφραζόμενες  με  την  αντίδραση  του  να  μένει  προσκολλημένο  στη  μητέρα» (Mahler,1975).

          Η  κλινική  συνέπεια  της  κρίσης  στη  φάση  της  προσέγγισης  θα  προσδιοριστεί  από: «1. την  ανάπτυξη  γύρω  από  την  λιμπιντική  σταθερότητα  του  αντικειμένου, 2. την  ποσότητα  και  ποιότητα  από  ύστερες  απογοητεύσεις (τραύματα), 3. πιθανά  τραυματικά  σοκ, 4. τον  βαθμό  του  άγχους  ευνουχισμού, 5. την  μοίρα  του  οιδιπόδειου  συμπλέγματος  και  6. τις  αναπτυξιακές  κρίσεις  της  εφηβείας – όπου  όλ’ αυτά  λειτουργούν  μέσω  της  ατομικής  προικοδότησης» (Mahler,1975).

          Έπειτα, στη  τρίτη  φάση  της  προσέγγισης, γύρω  στους  21  μήνες, παρατηρείται  μείωση  της  κρίσης, με  το  να  βρίσκει  το  μωρό  την  κατάλληλη  οπτική  απόσταση (optimal distance) με  τη  μητέρα. Προϋπόθεση  γι’ αυτό  είναι  η  κατάλληλη  ανάπτυξη  της  ατομικότητας, που  συνίσταται  στα  εξής: α. ανάπτυξη  της  γλώσσας  και  χρήση  της  προσωπικής  αντωνυμίας  ‘Εγώ’, β. διαδικασία  της  εσωτερίκευσης, όπως  ταύτιση  με  το  ‘καλό’ αντικείμενο  και  εσωτερίκευση  νόμων  και  αιτημάτων (αρχές  του  Υπερεγώ) και  γ. ανάπτυξη  της  ικανότητας  να  εκφράζει  ευχές  και  φαντασίες  μέσω  του  συμβολικού  παιχνιδιού.

          Θα  πρέπει  επίσης  να  σημειωθεί  ότι  οι  ραγδαίες  αλλαγές  του  μωρού  δεν  απασχολούν  πλέον  μία  συγκεκριμένη  φάση. Η  Mahler  σημειώνει: «Γύρω  στον  23ο μήνα  των  παιδιών, έμοιαζε  η  ικανότητα  να  αντιμετωπίζουν  τον  αποχωρισμό […] να  εξαρτιέται  σε  κάθε  περίπτωση  απ’ την  ιστορία  της  σχέσης  μητέρας – παιδιού, όπως  και  στη  παρούσα  κατάσταση, ήταν  λιγότερο  από  συγκεκριμένη  φάση» (Mahler,1975) και  πως «κάθε  παιδί  είχε  εγκαθιδρύσει  στη  χρονική  αυτή  στιγμή  τους  δικούς  του  χαρακτηριστικούς  τρόπους  αντιμετώπισης» (Mahler,1975). Στη  φάση  αυτή  λοιπόν, κάθε  παιδί  βρίσκει  τη  δική  του  λύση  στον  αποχωρισμό.

          Η  τέταρτη  φάση  της  διαδικασίας  του  αποχωρισμού – ατομίκευσης, γύρω  στον  τρίτο  χρόνο  ζωής (20 ή 22 μηνών με 30 ή 36 μηνών), σύμφωνα  με  την  Mahler, αφορά  δύο  σημεία: 1. την  κατάκτηση  μιας  προσδιορισμένης  ατομικότητας  και  2. την  πραγματοποίηση  ενός  εξασφαλισμένου  βαθμού  σταθερότητας  του  αντικειμένου. Επιπλέον, κατακτάται  μεγαλύτερη  δόμηση  του  Εγώ  και  του  Υπερεγώ.

          Η  φάση  αυτή  είναι  πολύ  σημαντική  καθώς  το  παιδί  καταφέρνει  να  σταθεροποιήσει  τα  όρια  του  εαυτού  του. Επιπλέον, το  παιδί  καταφέρνει  να  συγκεράσει  το  ‘καλό’  και  το  ‘κακό’ αντικείμενο  σε  μία  αναπαράσταση. Μόνο  μετά  τη  σταθεροποίηση  του  αντικειμένου, η  μητέρα  κατά  τη  φυσική  της  απουσία, μπορεί  να  αντικατασταθεί  απ’ την  εσωτερική  της  εικόνα. Επιπρόσθετα, η  λεκτική  επικοινωνία  που  είχε  αρχίσει  στη  τρίτη  φάση, αυξάνεται  ραγδαία  στη  τέταρτη  φάση  και  σταδιακά  αντικαθιστά  άλλες  μορφές  επικοινωνίας.

          Η  Mahler  σημειώνει  για  την  τελική  φάση: «Η  φάση  του  αποχωρισμού – ατομίκευσης  χαρακτηρίζεται  από  σταθερή  ανάπτυξη  της  γνώσης  του  αποχωρισμού  του  εαυτού  και  του  ‘άλλου’  που  συμπίπτει  με  τις  απαρχές  της  αίσθησης  του  εαυτού, της  αληθινής  σχέσης  αντικειμένου  και  της  γνώσης  της  πραγματικότητας  στον  εξωτερικό  κόσμο» (Mahler,1975).

          Τέλος, για  την  παιδική  ψύχωση  αλλά  και  την  ψύχωση  που  μπορεί  να  συμβεί  μετέπειτα, η  Mahler  τονίζει: «Μοιάζει  να  μην  υπάρχει  αντιληπτική  διαφοροποίηση  μεταξύ  του  εσωτερικού  κόσμου  όπως  αντιτίθεται  στον  εξωτερικό  κόσμο, το  παιδί  μοιάζει  να  μην  έχει  γνώση  του  εαυτού  του, διαχωρισμένου  από  το  άψυχο  περιβάλλον» (Mahler,1961) και «το  συμβιωτικό  ψυχωτικό  σύνδρομο  αναπαριστά  καθήλωση  ή  παλινδρόμηση, στο  δεύτερο  αδιαφοροποίητο  στάδιο  της  ενότητας  μητέρας – παιδιού, που  χαρακτηρίζεται  από  παραληρηματική, παντοδύναμη  συμβιωτική  συγχώνευση  με  το  αντικείμενο  ανάγκης – ικανοποίησης» (Mahler,1961). Επιπρόσθετα, στα  ψυχωτικά  παιδιά, η  αποτυχία  των  βασικών  λειτουργιών  του  Εγώ, μπορούν  ν’ αποδοθούν, σύμφωνα  με  την  Mahler, στα  εξής: «την  ανικανότητα  του  Εγώ  να  δημιουργήσει  την  εσωψυχική  εικόνα  του  ανθρώπινου  συμβιωτικού  αντικειμένου, η  οποία […] δεν  μπορεί  ν’ αναπτυχθεί  προς  μια  σταθερότητα  αντικειμένου  και  που  δεν  μπορεί  να  αντιμετωπίσει  τις  απαιτήσεις  της  φάσης  του  αποχωρισμού – ατομίκευσης» (Mahler,1961).

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές:

 

  1. Mahler, M.S. (1961). On sadness and grief in infancy and childhood: Loss and Restoration of the Symbiotic Love Object. Στο: The Psychoanalytic Study of the Child (σελ. 332 – 351) Τόμος New York: International Universities Press.
  2. Mahler, M.S., Pine, F., & Bergman, A. (1975). The Psychological Birth of the Human Symbiosis and individuation. Great Britain: Hutchinson & Co (Publishers) Ltd.

Αφήστε μια απάντηση